- ἄσικχος
- ἄσικχος, ον,A not nice as to food, Plu.Lyc.16.II not easily causing satiely or disgust, of food, Id.2.132b ([comp] Sup.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άσικχος — ἄσικχος, ον (Α) 1. αυτός που δεν είναι ιδιότροπος στο φαγητό 2. αυτός που δεν προξενεί αηδία, σιχαμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σικχός «δύσκολος, ιδιότροπος (ειδικά στο φαγητό), αηδιαστικός, σιχαμένος»] … Dictionary of Greek
ἀσικχότατον — ἄσικχος not nice as to food masc acc superl sg ἄσικχος not nice as to food neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσικχα — ἄσικχος not nice as to food neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)